- πολύγναμπτος
- πολῠ-γναμπτος, ον,A much-bent, much-twisting,
μυχοί Pi.O.3.27
;λαβύρινθοι AP9.191
;προχοαί Q.S.1.286
; curly,σέλινον Theoc. 7.68
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυχοί Pi.O.3.27
;λαβύρινθοι AP9.191
;προχοαί Q.S.1.286
; curly,σέλινον Theoc. 7.68
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύγναμπτος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές 2. αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», Ανθ. Παλ.) 3. σγουρός, κατσαρός («πολύγναμπτον σέλινον», Θεοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γναμπτός «καμπύλος» (< γνάμπτω… … Dictionary of Greek
πολύγναμπτον — πολύγναμπτος much bent masc/fem acc sg πολύγναμπτος much bent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγνάμπτοις — πολύγναμπτος much bent masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγνάμπτοισι — πολύγναμπτος much bent masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγνάμπτοισιν — πολύγναμπτος much bent masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγνάμπτου — πολύγναμπτος much bent masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγνάμπτων — πολύγναμπτος much bent masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγνάμπτῳ — πολύγναμπτος much bent masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)